- κουροτροφήσαντας
- κουροτροφέωrear as a childaor part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κουροτροφώ — κουροτροφῶ, έω (ΑM) [κουροτρόφος] 1. ανατρέφω αρσενικά παιδιά («τὸν Δία κουροτροφήσαντας Κουρῆτας ὀνομασθῆναι», Στράβ.) 2. (για τη γη) τρέφω άνδρες («γῆ κουροτροφοῡσα», Φιλόστρ.) … Dictionary of Greek